Αναγνωστικές διαδρομές στην Ιταλία!

Εκπαιδευτικοί του σχολείου μας διάβασαν βιβλία  Ιταλών συγγραφέων που βρήκαν στη Βιβλιοθήκη μας και αλλού, τα συζήτησαν μεταξύ τους ένα ωραίο βραδάκι στο κέντρο της πόλης αλλά και στην αυλή του σχολείου, και απόλαυσαν τόσο την ανάγνωση όσο και την κουβέντα. Το επόμενο νοερό ταξίδι θα είναι σε μια άλλη χώρα ή χώρες και θα ήταν συναρπαστικό αν  στην αναγνωστική αυτή περιπέτεια έχουμε μαζί μας και μαθητές και μαθήτριες με ανοιχτή ψυχή και φρέσκο βλέμμα. 

Μέχρι τότε … μερικές προτάσεις:

 

Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα,

Antonio Tabucchi

Εκδόσεις Άγρα, σελίδες 224

Στην Πορτογαλία με την αποπνικτική θαλασσινή αύρα, το γαλάζιο φως που καίει τα μάτια, τη μεθυστική ζέστη.

Στην Πορτογαλία που πονά στο άκουσμα του ονόματος Σαλαζάρ.

Ο κύριος Περέιρα ασφυκτιά από τα κιλά του, τη ζέστη, τη στερημένη ζωή του, τα χαμένα νιάτα του… Το κείμενο δυσκολεύεται να ανασάνει…

Βουλιάζει ο ίδιος; Η ζωή του; Κι ο θάνατος θα είναι λύση; Αναρωτιέται ο κύριος Περέιρα. Το διαζύγιο με το παρελθόν θα έχει το πρόσωπο δύο νέων που θα ωθήσει βίαια τον κύριο Περέιρα στο παρόν!

«Έργα, όχι λόγια», «Facta non dicta!”

Aνατολή Σεβαστιάδου

 

 

Αρμινούτα

Pietrantonio di Donatella

Εκδόσεις Ίκαρος, σελίδες 216

Να σας συστήσω την Αρμινούτα, «το κορίτσι που το γύρισαν πίσω».

Ποιοι; Οι θετοί, πλούσιοι γονείς της.

Σε ποιους; Στη βιολογική, φτωχή οικογένειά της.

Γιατί; Δεν γνωρίζει.

Ένα 13χρονο κορίτσι, στην Ιταλία της δεκαετίας του ’70, αναγκάζεται να ζήσει με τα άγνωστα μέλη της άγνωστης έως τώρα βιολογικής οικογένειάς της, να μεγαλώσει απότομα. Σ’  έναν κόσμο δυσπρόσιτο για κείνη, με έντονο το αίσθημα της αναίτιας απόρριψης, σ’  ένα ταξίδι αναζήτησης του εαυτού, συναντά εκδοχές της αγάπης, όχι όμως όσες έχει ανάγκη ένα παιδί. Οι ενήλικοι ρυθμίζουν τη ζωή της σαν να είναι απούσα. Αντάλλαγμα κανένα: μια εξήγηση, λίγη κατανόηση, μια αγκαλιά… Και η Αρμινούτα προχωρά, ευτυχώς όχι εντελώς μόνη, μ’ ένα χέρι σταθερά πρόθυμο να κρατά το δικό της.

Η γωνία θέασης των γεγονότων είναι μία, η δική της. Τις άλλες τις αποφασίζουμε εμείς που το διαβάζουμε. Να το διαβάσουμε.

Καίτη Γκαγκανιάρη

 

Το εκκρεμές του Φουκώ,

Umberto Eco

Εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 918

Το εκκρεμές του Φουκώ αποτελεί τη φανταστική ναυαρχίδα των θεωριών της παγκόσμιας συνωμοσιολογίας. Ένα μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές που αναθεωρεί πολλές παγκόσμιες ιστορικές «αλήθειες» υπό το πρίσμα ενός υποθετικού «Σχεδίου», καθώς κινείται μέσα στο κόσμο του αποκρυφισμού από το χαμένο τάγμα των Ναϊτών ιπποτών μέχρι τη πρόσφατη σχετικά ιστορία.

Όλες οι μυστικές οργανώσεις που διεκδικούν μέσα από συνωμοσίες τη κυριαρχία του κόσμου συγκεντρώνονται γύρω από το υποθετικό αυτό «Σχέδιο» που τρεις άνθρωποι εκπονούν στα πλαίσια ενός παιχνιδιού που αποδεικνύεται μοιραίο και για τους τρεις. Ένα μυστικό κρυμμένο μέσα στους αιώνες περιμένει να αποκαλυφθεί με τη βοήθεια ενός χάρτη και του εκκρεμούς του Φουκώ  στο Μουσείο Τεχνών και Επιτηδευμάτων στο Παρίσι. Η βασική υπόθεση του μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός ότι μια στοιχειοθετημένη φανταστική συνωμοσία αποδεικνύεται αρκετά ελκυστική ώστε να γίνει πιστευτή και να πραγματωθεί από τις μυστικές ομάδες που διαχρονικά επιζητούν τη κυριαρχία του κόσμου.

Ένα παζλ ιστορικών γεγονότων και φανταστικών προεκτάσεών τους που κάνει τον ίδιο τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν όντως το φανταστικό αυτό «Σχέδιο» είναι μια καμουφλαρισμένη αποκάλυψη του συγγραφέα για τον τρόπο που πραγματικά λειτούργησαν και λειτουργούν οι διάφορες μυστικιστικές οργανώσεις της παγκόσμιας ιστορίας. Ένα αριστούργημα του Ουμπέρτο Έκο που αποτέλεσε τη μαγιά για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς του είδους και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τις τελευταίες του σειρές…

Ηρακλής Μαργαρίτης

 

Ο Θεός μας έπλασε τζάμπα,

Επιμέλεια Μαρτσέλο Ντ΄ Όρτα

Εκδόσεις Γνώση, σελ. 120

Σε αυτό το διαφορετικό ” Ευαγγέλιο” πρωταγωνιστούν μαθητές δημοτικού της ιταλικής Νάπολης. Τα παιδιά στις εργασίες τους καθρεφτίζουν χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το ξέρουν (και αυτό είναι το ωραίο!) αντιλήψεις και συνήθειες της Νάπολης σχετικά με θεολογικά και κοινωνικά ζητήματα (μαφία, δικαιοσύνη, ναρκωτικά, χριστιανικές γιορτές κλπ.).

Η ξεκαρδιστική οπτική γωνία των παιδιών, με  ανελέητη, με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αυθορμητισμό, θίγει τα κακώς κείμενα και τον πουριτανισμό της παπικής εκκλησίας. Μέσα από τα παιδικά στόματα λέγονται αλήθειες που δύσκολα παραδέχονται οι μεγάλοι, πόσο μάλλον η καθολική εκκλησία… Σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης το συνένοχο μειδίαμα διαδέχεται το σπαρταριστό γέλιο και προετοιμάζει το έδαφος για προβληματισμό καλύτερα από οποιοδήποτε επίσημο κείμενο ενήλικα!

Κατερίνα Τσιρωνά

 

 

 Η υπέροχη φίλη μου

Elena Ferrante

Εκδόσεις Πατάκη, σελίδες 440

Όποιος διαβάσει το μυθιστόρημα της Έλενα Φερράντε καταλαβαίνει γιατί χαρακτηρίστηκε αριστούργημα. Μαγεύει, συναρπάζει και παρασύρει τον αναγνώστη στο ταξίδι της ζωής των δύο ηρωίδων που προσπαθούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους και κυρίως να ξεφύγουν από το άθλιο περιβάλλον στο οποίο ζούσαν, η καθεμία με τον τρόπο της αλλά παράλληλα δεμένες με μια ιδιαίτερη φιλία.

Μέσα από την ζωή των ηρωίδων αναδεικνύονται πολλά θέματα, κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά αλλά κυρίως φαίνεται ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει την ζωή. Διαβάστε το!

Ματούλα Αντωνοπούλου

 

 

 

Όπου σε πάει η καρδιά

Σουζάννα Ταμάρο

Εκδόσεις Ωκεανίδα, σελίδες 200

Το βιβλίο «Όπου σε πάει η καρδιά»  της Σουζάννα Ταμάρο είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ενδοσκόπησης, ένα ταξίδι στα μύχια βάθη της ψυχής μας και του εαυτού μας, για να αντιμετωπίσουμε τους εχθρούς που φωλιάζουν μέσα μας.

Αναφέρεται στην ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που, ξέροντας πως δεν έχει πια πολύ καιρό ζωής, αποφασίζει να γράψει μια επιστολή σε μορφή ημερολογίου στη νεαρή εγγονή της που βρίσκεται μακριά. Αποφασίζει να αποκαλύψει όσα ανομολόγητα κρύβει η ανθρώπινη ψυχή και εξομολογείται τα παιδικά της χρόνια, τον μεγάλο έρωτά της που ήταν έξω τα συμβατικά όρια του γάμου και της συντηρητικής κοινωνίας όπου ζούσε, τον χαμό της μονάκριβης κόρης της που πέθανε σε τροχαίο τσακίζοντας το αυτοκίνητό της την ίδια μέρα που της είχε αποκαλύψει η μητέρα της ότι ο πατέρας που, κατά τη γνώμη της, της είχε προκαλέσει τόσες συμφορές, δεν ήταν ο πραγματικός της πατέρας.

Μέσα στη μοναξιά του σπιτιού της η ηρωίδα συνειδητοποιεί πως τα χρόνια της ασυνεννοησίας που χαρακτήριζαν τη σχέση της με την εγγονή της έχουν παρέλθει. Αρνείται να πάει σε ίδρυμα περίθαλψης ηλικιωμένων, αλλά δεν ζητά και βοήθεια από την εγγονή της, που τη μεγάλωσε μόνη της και ζει μακριά. Φοβάται ότι έτσι θα περιορίσει τη ζωή σε ένα αδιέξοδο και ότι σιγά-σιγά η αφοσίωση και η αγάπη θα μεταμορφωνόταν σε λύσσα, σε μίσος, αφού θα είχε σπαταλήσει τα νιάτα της για αυτήν.

Συνειδητοποιεί, όμως, πως αν πεθάνει χωρίς να την ενημερώσει, θα είναι πολύ σκληρό αυτό για την εγγονή της. Κυρίως για όσα δεν ειπώθηκαν. Έτσι αποφάσισε να γράψει την επιστολή αυτή, καθώς συνειδητοποιεί πως και η παιδική και η γεροντική ηλικία μοιάζουν, αφού είμαστε άοπλοι και στις δύο περιπτώσεις. Αναρωτιέται για το τέλος των σφαλμάτων, για τη δύναμη της μοίρας ή για το αν η μοίρα είναι το αποτέλεσμα περασμένων πράξεων με τις οποίες εμείς οι ίδιοι πλάθουμε το πεπρωμένο μας. Αντιλαμβάνεται πως επειδή η ίδια μεγάλωσε σε ένα συντηρητικό, σκληρό περιβάλλον, εγκλωβίστηκε στα κοινωνικά στερεότυπα και οδηγήθηκε σε ένα αίσθημα μοναξιά και απόλυτου κενού. Έτσι, από φόβο μήπως κάνει λάθος οδηγήθηκε στην απραξία και την παθητικότητα, και έβλεπε τη ζωή, όπως τη ζωή της μητέρας της και της γιαγιάς της «σαν πυροτεχνήματα που σκάζουν επί τόπου, αντί να ανέβουν ψηλά».

Πίσω από τη μάσκα της ελευθερίας κρυβόταν συχνά η αδιαφορία και η επιθυμία να μην μπλέξει, και έτσι δεν αντιμετώπισε δυναμικά τα αδιέξοδα στα οποία βρισκόταν η κόρη της. Δεν αγάπησε τον εαυτό της και στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα επιβαλλόμενα πρότυπα της δικής της οικογένειας, όταν έγινε μητέρα, άφησε ελεύθερη την κόρη της να επιλέγει, ήθελε να νιώθει ότι ενέκρινε όλες της τις πράξεις, αλλά της έλειπε η ταυτότητα. Δεν εκτίμησε τον εαυτό της. Δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να εναντιωθεί και να επέμβει, όταν έβλεπε ότι η κόρη της έκανε επικίνδυνα πράγματα, φοβόταν την ανοιχτή σύγκρουση.

Έτσι μας προτρέπει να αντιληφθούμε πως η πρώτη ιδιότητα της αγάπης είναι η δύναμη, αλλά για να είμαστε δυνατοί, πρέπει να αγαπάμε τον εαυτό μας, να τον γνωρίζουμε σε βάθος και να ξέρουμε τα πάντα για αυτόν, ακόμη και τα πιο απόκρυφα που μας είναι δύσκολο να παραδεχτούμε!

Βίκυ Χουχούλη

 

Σικελικοί διάλογοι

Έλιο Βιτορίνι

Εκδόσεις Οδυσσέας, σελίδες 246

Η σκιά του φασιστικού καθεστώτος, το 1938, βρίσκει τον ήρωα του μυθιστορήματος στο Μιλάνο ολότελα απελπισμένο σε σημείο αδιαφορίας για το καθετί:

«Και το τρομερό: η αδιαφορία στην απουσία κάθε ελπίδας. Να πιστεύω χαμένο το ανθρώπινο γένος και να μη με καίει να κάνω κάτι για γ’ αντιδράσω σα να ‘θελα να χαθώ κι εγώ μαζί του».

Με την ίδια αδιαφορία, αλλά ενδόμυχα με μια περιέργεια παίρνει το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του, τη Σικελία, και «σχεδόν τυχαία» βρίσκεται στο σπίτι της μητέρας του που πρόσφατα εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του. Ο ήρωας στη διάρκεια του ταξιδιού του και στη σύντομη παραμονή του στη Σικελία, ανιχνεύει μέσα από τις μνήμες του -βιωμένες και αναγνωστικές- την παιδική του ηλικία:

«Εκεί είχα διαβάσει τις Χίλιες και μια νύχτες και τόσα άλλα βιβλία, ιστορίες για τα περασμένα, ταξίδια του παλιού καιρού, στα επτά, οκτώ και εννιά μου χρόνια. Και η Σικελία εκεί ήταν και τούτο: Χίλιες και μια νύχτες και χώρες παλιές, δέντρα, σπίτια, άνθρωποι από τα παλιά εκείνα χρόνια που ξεπρόβαλλαν μέσα απ΄ τα βιβλία. Ύστερα όντας άντρας πια τα ξέχασα, όμως όλο τούτο υπήρχε μέσα μου και μπορούσα να αναθυμιέμαι, να ξαναβρίσκω. Ευτυχισμένος εκείνος που έχει να ξαναβρίσκει!»

Μέσα από τις συναντήσεις του με ανθρώπους οικείους αλλά και πολλούς ξένους ξαναθυμάται και επαναξιολογεί τις σχέσεις του και τον εαυτό του, ενώ αναμετράται με αξίες και ιδανικά:

«Ο κόσμος είναι μεγάλος κι είναι και όμορφος, μα πολύ τον έχουν προσβάλει. Όλοι υποφέρουν, καθένας για τον εαυτό του, όμως δεν υποφέρουν για τον κόσμο που τον προσβάλλουν και έτσι ο κόσμος συνεχίζει να προσβάλλεται».

Κι αυτό στο οποίο καταλήγει ο ήρωας είναι ότι η Σικελία δεν εγείρεται, δεν επαναστατεί, δεν διεκδικεί, παραμένει αδρανής μέσα στις δικαιολογίες και στις αναβολές. Οι ρίζες του ωστόσο παραμένουν εκεί, ο «άσωτος» αλλά μεγαλοπρεπής πατέρας, και η μάνα του, μάνα-γη, μάνα αγέρωχη και συμπονετική, η μάνα Σικελία.

Αναστασία Απατζίδου

 

Λίγεια

Έδγαρ Άλαν Πόου, Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα

Εκδόσεις στιγμή, σελίδες 104

Ένα όνομα. Δύο νουβέλες.

Σκοτεινή και υγρή η πρώτη. Γοτθική και τρομακτική. Ένας αντικατοπτρισμός μιας ζωής εγκλωβισμένης, παγιδευμένης ανάμεσα σε δυο γυναίκες, χαμένης οριστικά και αμετάκλητα μέσα στο όπιο.

Ρομαντική και θαλασσινή η δεύτερη. Ένας ηλικιωμένος καθηγητής κλασικής φιλολογίας οδεύει προς την τελική έξοδο. Ένας νεαρός Δον Ζουάν τον συνοδεύει. Μια ερωτική συνάντηση που σημάδεψε τον πρώτο αφήνεται ως κληροδότημα για τον δεύτερο. Η ομορφιά των σικελικών τοπίων περι-θάλπει τους ήρωες.

Ευαγγελία Μπάρτζου

 

 

Δυο σπουδαίοι συγγραφείς και μαζί  δυο σπουδαίοι  μεταφραστές συναντώνται με μια μυθική μορφή, τη Λίγεια, μια από τις Σειρήνες, κόρη του Αχελώου ποταμού και της Μούσας Τερψιχόρης ή Καλλιόπης.

Σε ένα κλίμα ποιητικό και μεταφυσικό, η Λίγεια του Edgard Alan Poe είναι η ιδανική γυναίκα που συνάντησε ο ήρωας στη νεότητά του. Η περιγραφή της, με πλήθος διακειμενικές αναφορές από την αρχαία κλασική παράδοση και την αρχαία και νεότερη μυθολογία, αποτελεί ένα αριστούργημα που απέδωσε θαυμάσια η μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη. Η ιδανική αυτή Λίγεια χάνεται και στοιχειώνει τον ήρωα, ακόμα κι όταν μια άλλη γυναίκα μπαίνει στη ζωή του, η Rowena, μια μορφή με εξίσου πολλές αναγνωστικές μνήμες στο όνομα και στην παρουσία της.

Η νουβέλα του Poe είναι καταπληκτική στη συμμετρία της, στον ρομαντισμό της, στο σκοτεινό περιεχόμενό της, στο φως των μορφών της, στην περιπέτεια του «μνημονικού της φορτίου», στην ηδονική ποικιλία της λέξης της.

Ο ήρωας του Λαμπεντούζα είναι ένα διανοούμενος καθηγητής Πανεπιστημίου, σκληρός απέναντι στην άγνοια, μοναχικός και δύστροπος. Όπως και ο ήρωας του Βιτορίνι στους Σικελικούς διαλόγους, βρίσκεται το 1938 στη Βόρεια Ιταλία, στο Τορίνο, μακριά από την πατρίδα του, τη Σικελία. Νοσταλγός μιας αριστοκρατίας που έχει πια παρέλθει, απαξιώνει τους σύγχρονους Σικελούς και την παρηκμασμένη -όπως πιστεύει- πατρίδα του, χωρίς να μπορεί να αρνηθεί, όμως, το βάλσαμο της μνήμης της, μέσα από γεύσεις και αρώματα. Αναζητά το αρχαιοελληνικό μεγαλείο της Σικελίας, όχι μέσα από την αναγνωστική καλλιέργεια, αλλά μέσα από το βίωμα, το «ζωώδες ένστικτο». Αναφέρεται στον μοναδικό και αξεπέραστο έρωτα που βίωσε στη νιότη του με τη …Σειρήνα Λίγεια! Τώρα, ηλικιωμένος πια, αναπολεί αυτό το θαλασσινό σμίξιμο και σπεύδει να φανεί μετά από τόσα χρόνια συνεπής στο ραντεβού που έδωσε με τον Έρωτά του.

Όσο για την πλούσια βιβλιοθήκη του;

«Τα βιβλία του μεταφέρθηκαν στο Πανεπιστήμιο· λόγω όμως ελλείψεως κονδυλίων για την κατασκευή ραφιών, σαπίζουν στα υπόγειά του, αργά αλλά σταθερά».

Ευτυχώς ο πλούτος των βιβλίων δεν είναι πάντα έτσι καταδικασμένος!

Αναστασία Απατζίδου