Ένας χημικός-ζωγράφος και μια «κουκουβάγια» έτοιμη να πετάξει…

Συνέντευξη του Γιάννη Θεοδωρίδη στους μαθητές Δημήτρη Κομπόγιαννο και Σάββα Χατζηιωακειμίδη.

Η συνέντευξη με τον κ. Γιάννη Θεοδωρίδη έλαβε χώρα στον εξαιρετικά διακοσμημένο χώρο της βιβλιοθήκης του σχολείου μας, γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός ευχάριστου και εύθυμου κλίματος. Ο κ. Θεοδωρίδης ήταν εξ αρχής πρόθυμος και δεκτικός να μοιραστεί μαζί μας την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία γενικότερα καθώς και το πλαίσιο γύρω από το οποίο εργάστηκε, και τα συναισθήματά του αναφορικά με τον πίνακα που δώρισε στο σχολείο ειδικότερα.

 

Δ. Κ. Είμαστε με τον κύριο Γιάννη Θεοδωρίδη και θέλουμε να του πάρουμε μια συνέντευξη σχετικά με τη δημιουργία του, το έργο του, την Κουκουβάγια, το οποίο χάρισε στο 3ο ΓΕ.Λ. Ευόσμου. Θέλετε να μας δείξετε κάποια προηγούμενα έργα σας; 

Γ. Θ. Ναι. (Δείχνει έναν από τους τέσσερις πίνακες που έχει φέρει για εμάς)

 

Σ. Χ. Σχεδιάζετε τους πίνακες στον ελεύθερο χρόνο σας, πέρα από τις ασχολίες σας με το σχολείο; Αποτελεί ενός είδους χόμπι;

Γ. Θ. Ναι, χαλαρώνω με αυτό. Και όταν το τελειώνω, νιώθω μια ικανοποίηση ότι πέτυχα κάποιο στόχο. Και επίσης θεωρώ ότι είναι αξία αυτό που κάνω, δηλαδή ότι η τέχνη είναι κάποια αξία. 

Σ. Χ. Αναπτύξατε από νεαρή ηλικία το πάθος για τη ζωγραφική;

Γ. Θ. Από πολύ μικρός, ακόμα και από το δημοτικό. Είχα μια τάση προς τα εκεί. Είχα κάνει, θυμάμαι, τον Διγενή Ακρίτα με μολύβι, τον είχα κάνει πολύ ωραίο. Και η δασκάλα με έβαλε να τον ξαναζωγραφίσω. Είχα έφεση προς αυτά. Βέβαια αυτά μετά θέλουν μεγάλο κόπο και πολύ χρόνο, για να τα καλλιεργήσεις, να τα βελτιώσεις. 

 

Δ. Κ. Πόση ώρα σας παίρνει για να δημιουργήσετε ένα έργο; 

Γ. Θ. Το τελειώνω σε μια – δυο μέρες, αλλά μετά κάνω πολλές διορθώσεις. Μπορεί να τραβήξει και δέκα  μέρες.

Σ.Χ. Μέχρι να το τελειοποιήσετε;

Γ. Θ. Μπορεί και μετά από ένα μήνα να φτιάξω αυτά τα σημεία που χρειάζονται βελτίωση, τα οποία τα βλέπω, βέβαια, μόνο εγώ. Ένα αγαπημένο μου έργο είναι αυτό εδώ, είναι η αυλή του σπιτιού μου στο χωριό. (Μας δείχνει τον πίνακα)

 

 

Σ. Χ. Από ό, τι βλέπουμε αυτό που μας παρουσιάζετε είναι ένα χειμωνιάτικο τοπίο με μεγάλη συναισθηματική αξία για εσάς.

Γ. Θ. Επειδή λένε ότι είμαι καλός στις προσωπογραφίες, σας έχω φέρει και μια προσωπογραφία μου. (Μας δείχνει τον τρίτο πίνακα)

Σ.Χ. Ναι, την έχουμε δει και στο site σας, δεν την έχετε αναρτημένη; 

Γ. Θ. Ναι, εδώ φοράω και μάσκα.

 

Δ. Κ. Οι προσωπογραφίες γενικά είναι πιο δύσκολες από τα υπόλοιπα έργα;

Γ. Θ. Για μένα τώρα, μετά από πολλά χρόνια που δουλεύω, τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο. Όλα έχουν τη δουλειά τους. Το χέρι μου πάει από μόνο του, δεν ξέρω, δεν κάνω προσπάθεια.

Σ.Χ. Πάντως είναι πολύ ρεαλιστική η αποτύπωση, έχει τόσες λεπτομέρειες. 

Γ. Θ. Μου αρέσει ο ρεαλισμός, επειδή πιστεύω ότι η φύση είναι ακαταμάχητη, δεν υπάρχει! Θέλω να τη μιμηθώ, να τη φτάσω. Ποτέ δεν τη φτάνω τη φυση… είναι ασυναγώνιστη. Εξάλλου, είναι τα βιώματά μου τέτοια, έζησα σε χωριό, δεν είμαι παιδί της πόλης ώστε να είμαι μέσα στο μέταλλο και στο κρύσταλλο και στο τζάμι, καταλαβαίνετε;  Έχω μια απλή σκέψη, μου αρέσουν τα απλά πράγματα. Είμαι εξακόσια χρόνια πίσω. Αλλά ακόμη και αυτοί  οι Van Gogh, Gauguin και άλλοι ζωγράφιζαν και απλά πράγματα: ένα πανέρι με φρούτα, τα παπούτσια τους, δηλαδή πράγματα της καθημερινότητας, γιατί ήθελαν να υμνήσουν την καθημερινότητα του ανθρώπου. 

Σ.Χ. Σαν ηθογραφία…

Γ. Θ. Εμπνέονταν από τους καθημερινούς ανθρώπους, δεν μεγαλοπιάνονταν. 

 

 

Σ.Χ. Έχετε κάποιον ζωγράφο ως πρότυπο; Μια επιρροή;

Γ. Θ. Έχω ζωγραφίσει όλες τις τάσεις. Ας πούμε, όταν πήγα στη National Gallery του Λονδίνου και βρέθηκα στην αίθουσα με τα έργα του Rubens, έχει ένα μεγάλο χώρο και βλέπεις γύρω γύρω. Εκεί έκατσα πάνω από μία ώρα, βρήκα τον χώρο μου. Η σύζυγος βγήκε έξω -δεν μπορούσε, εγώ έκατσα εκεί και προσκύνησα. Αλλά μ’ αρέσουν και τα σύγχρονα έργα. Πολλά δεν τα καταλαβαίνω, δεν είναι μέσα στα βιώματά μου -και πολλές φορές δεν θέλω και να τα καταλάβω. Μερικά όμως έχουν κάτι το ιδιαίτερο που μου αρέσει. Όπως η κουκουβάγια που χάρισα στο σχολείο έχει πολύ ωραία χρώματα, είναι σύνθεση χρωμάτων, θα έλεγα. Είναι ένας τυπάκος πανέξυπνος, έχει και παράσημα εδώ πέρα. Είναι το σύμβολο της σοφίας. Σκέφτηκα να αφιερώσω μια ωραία νότα στο σχολείο, όπου πέρασα γύρω στα 20 χρόνια.

Σ.Χ. Αρχικά η πρόθεσή σας ήταν να την χαρίσετε στο σχολείο ή απλά ήταν μία από τις δημιουργίες που είχατε ήδη κάνει;

Γ. Θ. Αυτό ξεκίνησε με κάποιες συμπτώσεις. Ένας συνάδελφος μου έφερε το τελάρο, και μου λέει «μήπως το χρειαστείς», επειδή ήξερε ότι ζωγραφίζω. Είχε όμως επάνω μία πρόταση ότι “Η υπομονή θα κερδίσει…” ή κάτι τέτοιο και κάπου στην αρχή σκέφτηκα μήπως απευθύνεται προσωπικά σε εμένα και δεν μ’ άρεσε πολύ. Και έφερα πίσω το τελάρο και λέω «θα το αφήσω στο σχολείο, θα το βάλω μέσα στο γραφείο», γιατί θεωρούσα ότι η υπομονή αφορά όλους τους συναδέλφους. Αλλά την ώρα που το είχα στην τσάντα και πήγα να το βγάλω, μου λέει μία συναδέλφισσα «Τι, μας έφερες πίνακα για το σχολείο;»

Σ.Χ. Α, ήταν τυχαίο δηλαδή.

Γ. Θ. Και ήρθε αυτή η ιδέα, και πήρα το τελάρο πίσω. Και είπα «θα κάνω κάτι για το σχολείο». Βέβαια, ψάχνεις διάφορα στο διαδίκτυο και παίρνεις διάφορες ιδέες, και αυτό το θεώρησα πολύ έξυπνο και κατάλληλο, γιατί και αισθητικά είναι ωραίο και καλό είναι ως σύμβολο της σοφίας, που είναι στοιχείο του σχολείου. Έτσι γεννήθηκε αυτό το έργο, το οποίο το χάρισα ολόψυχα στον Σύλλογο.

 

Σ.Χ. Πώς αισθάνεστε που θα προβληθεί, θα γίνει έμβλημα, σήμα του σχολείου;

Γ. Θ. Πολύ ωραία. Άλλοι πεθαίνουν και μετά… Έστω και έτσι εδώ στον στενό μας χώρο, που είναι ακόμη καλύτερα. Δεν μου αρέσει να διαλαλώ πολλά πράγματα.  Είναι πολύ ωραία. Έκανα μια κουκουβάγια και οι συνάδελφοι την έκαναν και πέταξε. Είναι ό,τι καλύτερο για έναν δημιουργό, τα έργα του πρέπει να φεύγουνε, να πηγαίνουν στον κόσμο, αυτό είναι και το ζητούμενο.

 

Δ. Κ. Η καραντίνα πώς επηρέασε το έργο σας; Αύξησε τη δημιουργία;

Γ. Θ. Όχι, το αντίθετο. Εγώ επειδή έχω κάποιο πρόβλημα, πρέπει να προσέχω πολύ. Ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ και συνεχίζω να ταλαιπωρούμαι, τηρώ απαρέγκλιτα τα μέτρα. Μου έχει φύγει λίγο η διάθεση να ζωγραφίζω. Εξάλλου, δεν μπορώ να έχω πρόσβαση εύκολη στα μαγαζιά, να πάρω τα χρώματα μου, τα λάδια μου, τα τελάρα μου. Ξέρετε είναι μια στενάχωρη κατάσταση για όλους. Προσπαθώ έτσι να κρατηθώ, να σταθώ στα πόδια μου, μέχρι να τελειώσει πια αυτό το πράγμα, και ευελπιστώ να συνεχίσω. Πάντως έχει κόστος. Εγώ κλείνομαι στο υπόγειο, κλείνω παντζούρια, παράθυρα, δεν θέλω επαφή με τον κόσμο -το δοκίμασα αλλιώς και  δεν το μπόρεσα. Και εκεί εισπνέεις διαλυτικά… Σε μια εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο μία καθηγήτρια πανεπιστημιακός μου λέει ότι οι ζωγράφοι ζουν λίγα χρόνια, επειδή εισπνέουν αυτά τα πράγματα. Λέω «Τι μου λέτε τώρα;»

Σ.Χ. Βλέπουμε ότι ο πίνακας είναι πολύχρωμος, έχει ένα όμορφο ανάγλυφο. Τι είδους χρώματα χρησιμοποιήσατε;

Γ. Θ. Είναι λάδι σε καμβά. Βέβαια, ο καμβάς αυτός με ταλαιπώρησε, επειδή δεν είχε την επίστρωση που πρέπει, και απορροφούσε το χρώμα. Χρειάστηκε πολύ προσπάθεια, δεν ήταν απλό. Έπαιρνα πολλή μπογιά, για να μείνει, και έτσι έγινε και πιο ωραίο που έγινε κάπως ανάγλυφο, μοντέρνο, σύγχρονο.

Δ. Κ. Πόσες μέρες εργαστήκατε πάνω σε αυτό το έργο;

Γ. Θ. Αυτό έφαγε καμιά εβδομάδα, και μετά το διόρθωνα.

Δ.Κ. Άξιζε τον κόπο.

Γ. Θ. Εδώ η επιτυχία του είναι τα χρώματα και τα μάτια τα πανέξυπνα, σαν να σε βλέπουν, διεισδύουν.

 

Δ.Κ. Γενικά, πώς συνδυάζετε το επάγγελμα του χημικού με του ζωγράφου;

Γ. Θ. Του χημικού το κάνω για να βιοποριστώ, αυτό το κάνω γιατί μου αρέσει.

Σ.Χ. Αν είχατε την ευκαιρία να το ασκήσετε επαγγελματικά, πριν γίνετε χημικός, θα το κάνατε;

Γ. Θ. Κοιτάξτε, παλαιότερα, κάποιες εποχές που είχε άνθηση η ζωγραφική, ένας μεσαίος πίνακας είχε αξία όσο μια γκαρσονιέρα.Τώρα δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αξία έχουν οι μεγάλοι ζωγράφοι, οι οποίοι άφησαν κάποια έργα, και όχι μόνο, αλλά και τα βιώματά τους.

 Σ.Χ. Τα έργα λένε πολλά και για τις συνθήκες και για τα βιώματα…

Γ. Θ. Ήταν ισχυρές προσωπικότητες με μεγάλο πάθος και αφιέρωσαν τη ζωή τους για να μας δώσουν αισθητικά ωραία πράγματα. Όπως λέει ένα ποίημα του Βάρναλη, δεν καταφέρνουν όλοι να περάσουν στην αθανασία, κάποιοι θα μπούνε… κάποιοι όμως θα μείνουν απ΄ έξω. Ποιος δεν ξέρει τον Μιχαήλ Άγγελο; Υπάρχουν όμως ισοδύναμοι ζωγράφοι, ισάξιοι, που δεν τους ξέρει ο κόσμος, γιατί στη ζωή παρεμβαίνει και η τύχη, οπότε, ενώ είναι καλοί, δεν έχουν την αναγνώριση που τους αξίζει. Δεν είναι αθάνατοι. Όταν αναγνωρίζονται από το κοινό, εκεί βρίσκουν την αθανασία.

Δ.Κ., Σ.Χ. Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη!

Γ. Θ. Παρακαλώ, παιδιά, καλή σταδιοδρομία!

 

Σάββας Χατζηιωακειμίδης

Δημήτρης Κομπόγιαννος