Τι θα λέγατε για ένα ταξίδι στην Ιταλία;

Τι θα λέγατε για ένα ταξίδι στην Ιταλία;

Τι θα λέγατε για ένα ταξίδι στην Ιταλία; Μην ετοιμάζετε βαλίτσες, φτάνει μόνο ένα βιβλίο! Δείτε το οπισθόφυλλο από τα βιβλία που σας προτείνουμε, επιλέξτε ένα, διαβάστε το, κι ελάτε να μιλήσουμε για την αναγνωστική μας εμπειρία! Μαθητές, μαθήτριες και εκπαιδευτικοί,  μπορούμε να αποτελέσουμε αυτόκλητες ομάδες αναγνωστών που θα ταξιδέψουμε νοερά στον κόσμο μέσα από την πλούσια συλλογή Παγκόσμιας Λογοτεχνίας της Βιβλιοθήκης μας!

 

 

 H υπέροχη φίλη μου, Elena Ferrante

 

«Η Υπέροχη φίλη μου», το πρώτο βιβλίο της «Τετραλογίας της Νάπολης», είναι η ιστορία της Έλενας και της Λίλας, μια ιστορία που ξεκινά τη δεκαετία του ’50 με φόντο μια φτωχογειτονιά της Νάπολης. Η συγγραφέας καταδύεται στην περίπλοκη φύση της φιλίας των δύο κοριτσιών που από έφηβες γίνονται γυναίκες, ακολουθώντας βήμα βήμα την εξέλιξη καθεμιάς ξεχωριστά, τον τρόπο που η μία επηρεάζει την άλλη, τα συναισθήματα που ανά τις δεκαετίες τις βοηθούν να χτίσουν μια ουσιαστική, ακλόνητη σχέση (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου). Το μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί με εξαιρετικό τρόπο στην τηλεόραση· η ΕΤ2 προβάλλει τον τρίτο κύκλο της σειράς που αντιστοιχεί στο τρίτο βιβλίο της Τετραλογίας (βλέπε  εδώ  και εδώ).

 

Άννα, Niccolò Ammaniti

 

Σικελία 2020: «η Κόκκινη», ένας θανατηφόρος ιός, έχει χτυπήσει όσους έχουν περάσει το κατώφλι της εφηβείας. Δεν υπάρχει ούτε ένας ενήλικας ζωντανός. Ένα δεκατριάχρονο κορίτσι περιπλανιέται σε καμένους κάμπους, μυστηριώδη δάση, κουφάρια εμπορικών κέντρων και ερημωμένες πόλεις, σε ένα απέραντο ρημαγμένο τοπίο που λυμαίνονται η ίδια η φύση και άγριες συμμορίες. Η Άννα, με οδηγό της το τετράδιο με τις οδηγίες επιβίωσης που της άφησε η μητέρα της, αναζητά τον απαχθέντα αδερφό της και προσπαθεί να γλιτώσει από τον όλεθρο που παραμονεύει σε κάθε της βήμα. Μέρα με τη μέρα ανακαλύπτει πως οι κανόνες του παρελθόντος δεν έχουν πια καμία ισχύ. Τώρα η ίδια είναι αναγκασμένη να φτιάξει μόνη της τους δικούς της κανόνες. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ) Το βιβλίο έχει γυριστεί σε σειρά το 2021 (βλέπε εδώ)

 

Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, Antonio Tabucchi

 

Λισαβόνα, 1938. Η καταπιεστική δικτατορία του Σαλαζάρ, η θύελλα του επερχόμενου ισπανικού εμφυλίου, ο ιταλικός φασισμός στο βάθος. Ο Περέιρα είναι ένας πρώην δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ στον οποίο έχουν εμπιστευτεί την πολιτιστική σελίδα μιας μέτριας απογευματινής εφημερίδας, της «Λισμπόα». Ο Περέιρα έχει μια θανατερή αντίληψη της κουλτούρας: αγαπά τα νεκρώσιμα εγκώμια των συγγραφέων που αποβιώνουν, τη λογοτεχνία του παρελθόντος, τις γραμμένες από πριν νεκρολογίες. Στο πρόσωπο του Μοντέιρο Ρόσσι, ενός νεαρού ιταλικής καταγωγής, και της αρραβωνιαστικιάς του Μάρτα, βρίσκει δύο παράξενους όσο και αταίριαστους συνεργάτες. Μια συνεργασία που θα οδηγήσει στην ανατροπή της ζωής του γέρου δημοσιογράφου, σε μια έντονη εσωτερική επίπονη συνειδητοποίηση. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

Δύο από δύο, Αντρέα Ντε Κάρλο

 

Το μυθιστόρημα διασχίζει μια εικοσαετία της ιταλικής ζωής ακολουθώντας τα συναισθήματα δύο φίλων που, μέσα από την συμπληρωματική διαφορετικότητα τους, είναι δύο παραδειγματικές φιγούρες της γενιάς του ’68. Συμμαθητές από το γυμνάσιο κιόλας, μαζί στην πολιτική στράτευση που είναι ικανή να εκμηδενίσει, τουλάχιστον στο επίπεδο της καθημερινότητας κάθε διαφορά κοινωνικής θέσης, θα ζήσουν αργότερα εμπειρίες διαφορετικές και αντίθετες. Ωστόσο, θα συνεχίσουν να βλέπονται από μακριά, να συγκρίνονται μεταξύ τους και να ζηλεύουν ο ένας τον άλλον ψάχνοντας τον εαυτό τους σε κάθε καμπή της ύπαρξης τους. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

Κοπέλες μόνες, Τσεζάρε Παβέζε

 

Η «ντόλτσε βίτα», όπως τη βλέπει και την κρίνει ένα αυτοδημιούργητο κορίτσι. Η Κλέλια βρίσκεται ξανά στο Τουρίνο. Σε μια άθλια γειτονιά του γεννήθηκε πριν από τριάντα τόσα χρόνια και το εγκατέλειψε νεότατη, ακολουθώντας τον πρώτο της εραστή. Νιώθει πια πετυχημένη. Πίσω της αφήνει αγωνίες, τρέλες, έρωτες κι όλα τα χρόνια του τελευταίου πολέμου, μα τώρα είναι στη διεύθυνση ενός μεγάλου μοδιστράδικου της Ρώμης. Ανεξάρτητη, με δυνατή θέληση, ξέρει τι αξίζουν οι άντρες -«ακόμα κι οι καλύτεροι»-, διαλέγει και δε δεσμεύεται. Μπαίνει γρήγορα στον κύκλο της πλούσιας κοινωνίας, που πασχίζει να διασκεδάσει την πλήξη της. Τέσσερις κοπέλες κυριαρχούν σ’ αυτό το περιβάλλον. Οι ερωτικές εμπειρίες τους είναι επιδερμικές, με έντονη τη γεύση της παρακμής. Η ανικανοποίητη δίψα της πιο νέας από τις τέσσερις για έναν κόσμο ιδανικό, με αγνές και τίμιες σχέσεις, θα οδηγήσει σε τραγωδία. Η νουβέλα του Τσέζαρε Παβέζε πρωτοπαρουσιάστηκε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό το 1969 από τις εκδόσεις Κέδρος στη μετάφραση του Στρατή Τσίρκα. Στις Κοπέλες μόνες βασίστηκε η ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι Le amiche (βλ. εδώ). (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Όπου σε πάει η καρδιά, Σουζάννα Ταμάρο

 

Μέσα στη μοναξιά του σπιτιού της, μια ηλικιωμένη γυναίκα, ξέροντας πως δεν της μένει πια πολύς καιρός ζωής, αποφασίζει να γράψει μια επιστολή, μια πολυσέλιδη επιστολή με μορφή ημερολόγιου, στη νεαρή εγγονή της, που βρίσκεται μακριά. Απειθαρχώντας στον άγραφο νόμο της αστικής κοινωνίας, που επιβάλλει να καλύπτονται με πέπλο σιωπής όσα ανομολόγητα κρύβει ή ανθρώπινη ψυχή, η γιαγιά κάνει μια θαρραλέα κίνηση κι ανοίγει διάπλατα την καρδιά της, με κίνδυνο να φανεί σκληρή και ανελέητη, κυρίως απέναντι στον εαυτό της. Τα παιδικά της χρόνια, ο γάμος της, ο μεγάλος της έρωτας, το «αμάρτημά» της, ο χαμός της μονάκριβης κόρης της, ογδόντα ολόκληρα χρόνια ζωής ζωντανεύουν με την πένα της… Αυτή η εξομολόγηση είναι μια πράξη αγάπης, για να διαλύσει ασυνεννοησίες και να βοηθήσει τη μικρή στον δύσβατο δρόμο της ευτυχίας. Δεν υπάρχουν χειρότεροι εχθροί, λέει η γιαγιά στην εγγονή, από αυτούς που φωλιάζουν μέσα μας, κι αξίζει τον κόπο ένα ταξίδι στα βάθη του εαυτού μας… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Λίγεια, Έντγκαρ Άλλαν Πόου, Τζουζέπε Τομάζο ντι Λαμπεντούζα

 

Δύο νουβέλες στα όρια του μεταφυσικού με επίκεντρο έναν έρωτα, μια γυναίκα με το μυθικό όνομα Λίγεια (όνομα που αποδίδεται σε μία από τις σειρήνες και αναφέρεται στη διαυγή και διαπεραστική φωνή της). Το πρώτο είναι ένα νεανικό δημιούργημα του αμερικανού μαιτρ των διηγημάτων τρόμου, του Έντγκαρ Άλλαν Πόου, με όλα τα πρώιμα στοιχεία των ανησυχιών και της γοητείας του. Στο δεύτερο, ο νεανικός «εξωπραγματικός» έρωτας, σημαδεύει τη ζωή ενός δύστροπου διανοούμενου μαζί με την παρούσα – απούσα Σικελία, πατρίδα του συγγραφέα Τζουζέπε ντι Λαμπεντούζα. Και στις δυο νουβέλες ο έρωτας και ο θάνατος, το αιώνια ρομαντικό ζεύγος, εναλλάσσονται σε έναν αγώνα κυριαρχίας και θριάμβου.

 

Ο Θεός μας έπλασε τζάμπα, Επιμέλεια Μαρτσέλο Ντ΄ Όρτα

 

Τα θρυλικά πλέον παιδιά του «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω» μεγάλωσαν και πολλά απ’ αυτά, δυστυχώς, σταμάτησαν το σχολείο. Τη θέση τους πήραν άλλα, εξίσου χαρούμενα, ζωηρά και απρόβλεπτα. Ο δάσκαλος Μαρτσέλο Ντ’ Όρτα, που προς το παρόν δε διδάσκει, αλλά η αγάπη του γι’ αυτά παραμένει αμείωτη, αποφάσισε ύστερα από πολλούς δισταγμούς, να τα επαναφέρει στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά δεν ασχολούνται με τα προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά με τη θρησκεία. Τι σκέφτονται οι γοητευτικοί αυτοί γαβριάδες για τα ιερά (τα πραγματικά ιερά) κείμενα, για τον ουρανό και τα πέριξ του; Ξεσκονίζοντας σχολικά αρχεία, «λεηλατώντας» πρώην συναδέλφους του, με τους οποίους είναι ακόμη φίλος, λέγοντάς τους συχνά τι θέμα να βάλουν, ο Μαρτσέλο Ντ’ Όρτα συνέθεσε αυτό το νέο αριστουργηματικό βιβλίο (. . .). (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

 

Σχολιάστε / Απαντήστε